εργόχειρο, το, ουσ. [<μτγν. ἐργόχειρον], το
εργόχειρο· (ειρωνικά) η μαλακία, ο αυνανισμός: «δε σκοτίζεται, όταν δεν έχει
γυναίκα, γιατί ας ειν’ καλά το εργόχειρο». Από το ότι ο αυνανισμός είναι έργο
της χειρός·
- ξηγιέμαι εργόχειρο, βλ. φρ. το ρίχνω στο
εργόχειρο·
- το ρίχνω στο εργόχειρο, αυνανίζομαι: «όταν έχω να πάω
καιρό με γυναίκα και δεν έχω καμιά πρόχειρη, το ρίχνω εργόχειρο»·
- του εργόχειρου, χαρακτηρισμός γυναίκας πολύ
νοικοκυράς και σεμνής, που μένει μέσα στο σπίτι και ασχολείται με το νοικοκυριό
της: «μας το ’παιζε του εργόχειρου, αλλά μαθεύτηκε τι καπνό φουμάρει! || βρες
καμιά του εργόχειρου να νοικοκυρευτείς κι άσε τις παρδαλές, που δεν ξέρουν να
κουμαντάρουν σπίτι».